- απόδεμα
- Χειρόγραφο του 17ου αι., βυζαντινής προέλευσης, στο οποίο δίνονται οδηγίες για την παρεμπόδιση με μαγικά μέσα της σαρκικής ένωσης ανδρογύνων. Το κείμενο έχει ιδιαίτερη αξία για το γλωσσικό του ιδίωμα.
* * *κ. αμπόδεμα, το [αποδένω]μαγική πράξη με την οποία καθίσταται κάποιος ανίκανος για συνουσία.
Dictionary of Greek. 2013.